ὄνομα

ὄνομα
ὄνομα, -ατος
Grammatical information: n.
Meaning: `name' (Il.), gramm. `word' (Att.), as part of speech = nomen (Pl., Arist.; beside ῥῆμα = verbum).
Other forms: ep. (also Hdt.) οὔνομα (metr. length.), Aeol. Dor. ὄνυμα; Dor. also ἔνυμα in Ένυμα-κρατίδας, Ένυμαντιάδας (Lac.)?
Compounds: Compp., e.g. ὀνομά-κλυτος `with a famous name' (Χ 51; Schwyzer 440), ἐξ-ονομα-κλήδην, s. v.; ὀνοματο-ποιέω `to give a name, to name' (Arist.), after other compp. with -ποιέω (ὀνοματο-ποιός Ath., Zos. Alch., -ποιία Str.; cf. Schwyzer 726); ἀν-ώνυμος (θ 552; comp. length.), ν-ώνυμ(ν)ος (ep.; s. below) `nameless'.
Derivatives: A. Nouns: 1. Dimin. ὀνομάτιον (Arr., Longin.); 2. Adj. ὀνοματ-ώδης `of the nature of a name, concerning the name' (Arist.), -ικός `belonging to the ὄνομα' (D. H.). B. Verbs: 1. ὀνο-μαίνω, almost only aor. ὀνομῆναι, also w. ἐξ-, (mostly ep. Il.), fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), pres. (Dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Locr.) `to call, to proclaim'. 2. ὀνομάζω, Dor. Aeol. ὀνυμάζω, aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, often w. prefix, e.g. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, `to call (by the name), to name, to enunciate' (cf. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) with ὀνομασία f. `name, expression' (Hippias Soph., Pl., Arist.), ὀνομαστής m. = Lat. nominator (pap. III p), ὀνομ-αστί (-εί) `namely, by name' (IA.; Schwyzer 623), -αστικός `serving for, belonging to naming' (Pl.; Chantraine Études 132), ἡ -ικη(πτῶσις) `casus nominativus' (Str., gramm.). 3. ὀνοματίζω 'dispute about names' (Gal.), -ισμός m. `list of names' (inscr. Thess.).
Origin: IE [Indo-European] [321] *h₃neh₃m-n̥, *h₃nh₃m-n- `name'
Etymology: Old word for `name', with Arm. anun \< *onomn- \< *anomn- (with o \> u before m) to be immediately compared; anun can be both *h₃nh₃mn and *h₃neh₃mn; the Greek word must have zero grade, *h₃nh₃mn. Also Phrygian ονομαν may have ο- from *h₃- (Kortlandt SCauc. 7(1987)63). The e elsewhere has diff. origin; Alb. emër (Geg.), êmën (Tosc.) may be a loan from Latin nōmen; for OPr. emmens m. see below on Slavic; the Greek ἐ- is not well explained, but it may be due to dissim. against the following o \< h₃; cf. below on Tocharian; the Greek u-vowel, also in ὄνυμα, ἀνώνυ-μος a.o., is due to assimilation (cf. Schwyzer 352 with several hypotheses). The other languages have one of the two ablaut-grades: Lat. nōmen = Skt. nā́ma, IE *h₃neh₃mn̥, Germ., e.g. Goth. namo n., IE *nh₃mōn-; OFr. nōmia, MHG be-nuomen, Dutch be-noemen (which is an every-day word) have *h₃neh₃m- again (Beekes, Sprache 33 (1987) 1ff. Diff. again Slav., e.g. OCS imę (\< *h₃n̥h₃m-), Celt., e.g. OIr. ainm (from *anmen- \< *h₃n̥m-), Toch. B ñem, A ñom (from *nēm-with h₁ from dissim. of the second h₃?; s. v. Windekens Orbis 11,607 w. lit.). Most complicated is Anatolian: Hitt. lāman- n. (\< *h₃neh₃m- like Latin), with l- from dissim. and loss of the h₃-; lamnii̯a- `name' from *h₃nh₃m-; but Hier. Luw. adama(n)-za with a- from h₃. With ὀνομαίνω agree in formation Germ., e.g. Goth. namnjan `name', Hitt. lamnii̯a- `id.' (cf. also Schwyzer Mél. Pedersen 65 on ὀνομ-αίνω, -άζω). The orig. n-stem still clearly seen in νώνυμν-ος \< *n̥-h₃nh₃mn-; younger is ἀνὼνυμος. -- Details from several languages w. lit. in WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja etc. Cf. on ὄνομαι.
Page in Frisk: 2,396-397

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄνομα — name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — το, ατος 1. λέξη που δηλώνει άνθρωπο, ζώο, φυτό, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα. 2. φρ., «Για όνομα του Θεού», όταν αποτρέπουμε κάποιον από κάτι. «Έχω το όνομά μου», την ονομαστική μου γιορτή. «Όνομα και μη χωριό», όταν αποφεύγουμε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • αιγών — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Εύβοιας, που είχε τα ανάκτορά του στην Κάρυστο, και με τον στόλο του έγινε θαλασσοκράτορας στο πέλαγος που ονομάστηκε –σύμφωνα με μια εκδοχή– Αιγαίο, από το όνομά του. Ο βασιλιάς αυτός, που έζησε πριν… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”